- ἄλλοσε
- ἄλλοτεat another timeindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλλοσε — ἄλλοσε επίρρ. (Α) 1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο «ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη «ποῑ ἄλλοσε;»… … Dictionary of Greek
ἄλλοκα — ἄλλοσε elsewhither doric aeolic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλοσ' — ἄλλοσε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANINA Effigies in capite — symbolum olim Ducis ignavi et vitiis mersi. Non dico illum utilem Canem, vigilem et pastoritium; nec venaticum, et generosum, de quibus infra: sed timidum, impurum, ignavum latratorem, crudelem, exedentem cadavera, cuiusmodi apud Bactrianos… … Hofmann J. Lexicon universale
-σε — Α επιρρηματικός προσχηματισμός που δηλώνει κίνηση σε τόπο (πρβλ. ἄνω: ἄνωσε, ἄλλος: ἄλλοσε) … Dictionary of Greek
άλλοθι — Το πραγματικό γεγονός σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος, στον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, βρισκόταν σε άλλο τόπο και όχι σε εκείνον στον οποίο είχε αυτό γίνει. Έτσι, το ά. αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό μέσο για την αθωότητα του… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
άλλυδις — ἄλλυδις επίρρ. (Α) [ἄλλος] (επικός τύπος αντί ἄλλοσε) 1. σε άλλο μέρος, προς άλλο τόπο 2. στον Όμηρο μόνο με το ἄλλος, ἄλλη κ.λπ. στις φρ. «ἄλλυδις, ἄλλος», ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί «ἄλλυδις ἄλλῃ», μια έτσι και μια αλλιώς … Dictionary of Greek
επενθρώσκω — ἐπενθρῴσκω (Α) τινάζομαι, πηδώ πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («σέλμασιν ναῶν ἐπενθορόντες ἄλλος ἄλλοσε», Αισχύλ.) 2. επιτίθεμαι («ἔνοπλος γὰρ ἐπ αὐτὸν ἐπενθρῴσκει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθρώσκω «εφορμώ»] … Dictionary of Greek
μηδαμόσε — (Α) επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενά («μηδαμόσε ἀλλοσε τείνοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. αυτό σε, ουδαμό σε)] … Dictionary of Greek